- κελεύετε
- κελεύωurgepres imperat act 2nd plκελεύωurgepres ind act 2nd plκελεύωurgeimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελεύετ' — κελεύετε , κελεύω urge pres imperat act 2nd pl κελεύετε , κελεύω urge pres ind act 2nd pl κελεύεται , κελεύω urge pres ind mp 3rd sg κελεύετο , κελεύω urge imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) κελεύετε , κελεύω urge imperf ind act 2nd pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» … Dictionary of Greek